- μακρόκωλος
- μακρόκωλος, -ον (AM)μσν.αυτός που έχει μακριά πόδια, μακροσκελής («τῶν κυνῶν ἐγκρίνουσι τοὺς μακροκώλους», Γεωπ.)αρχ.1. (για σφενδόνα) αυτή που έχει μακρούς ιμάντες2. (για φράσεις, προτάσεις κ.λπ.) αυτός που αποτελείται από μεγάλα κώλα, από μεγάλες ημιπεριόδους («μακρόκωλοι περίοδοι καὶ βραχύκωλοι», Αριστοτ.)3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ μακρόκωλοιαυτοί που μεταχειρίζονται μεγάλα κώλα περιόδου, μεγάλες ημιπεριόδους.[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο)-* + κῶλον «σκέλος» (πρβλ. ισό-κωλος, μονό-κωλος)].
Dictionary of Greek. 2013.